ιπλόσκολο

ιπλόσκολο
το
1. δύο σχόλες, σύμπτωση δύο εορτών σε μια μέρα
2. δυο γιορτές σε δυο συνεχόμενες μέρες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < διπλο-* + σκόλη «ημέρα αργίας, αναπαύσεως»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”